- περιπίμελος
- περιπί̱μελος , περιπίμελοςvery fatmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιπίμελος — ον, Α πάρα πολύ παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πίμελος (< πιμελή «μαλακό λίπος»), πρβλ. κατα πίμελος] … Dictionary of Greek
περιπιμέλους — περιπῑμέλους , περιπίμελος very fat masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)